κατηγόρημα

κατηγόρημα
κατηγόρ-ημα, ατος, τό,
A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.);

τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263

, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κ. this is the fault of . . , A.D.Pron.27.25.
II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.;

οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18

.
2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.
III sign, indication,

ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. Polem.Phgn. 36

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατηγόρημα — accusation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρημα — και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) [κατηγορῶ] (λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο νεοελλ. 1. η πράξη ή η… …   Dictionary of Greek

  • κατηγόρημα — το, ατος εκείνο που αποδίδεται στο υποκείμενο της πρότασης, όπως στην πρόταση «Ο Σωκράτης είναι σοφός», η φράση «είναι σοφός» λέγεται κατηγόρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγορημάτων — κατηγόρημα accusation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήμασι — κατηγόρημα accusation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήμασιν — κατηγόρημα accusation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήματα — κατηγόρημα accusation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήματι — κατηγόρημα accusation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήματος — κατηγόρημα accusation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”